αβύζωτος

αβύζωτος
-η, -ο
που δεν έχει ανεπτυγμένους ακόμη τους μαστούς, τα βυζιά: Ήταν ακόμη κορίτσι αβύζωτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αβύζωτος — η, ο [βυζώνω] (για νεαρές κοπέλες) αυτή, που τα στήθη της δεν αναπτύχθηκαν ακόμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”